πολύκλητος

πολύκλητος
-ον, Α
(επικ. τ.) (για τους συμμάχους τών Τρώων) αυτός που έχει προσκληθεί από μακριά («πολύκλητοι δ' ἔσαν ἄνδρες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κλητός (< καλῶ), πρβλ. απρόσ-κλητος, αυτό-κλητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύκλητον — πολύκλητος called from many a land masc/fem acc sg πολύκλητος called from many a land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλήτους — πολύκλητος called from many a land masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλητοι — πολύκλητος called from many a land masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”